Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
κατευνάω
View word page
κατευκαιρέω
find a good opportunily

ShortDef

find a good opportunily

Debugging

Headword:
κατευκαιρέω
Headword (normalized):
κατευκαιρέω
Headword (normalized/stripped):
κατευκαιρεω
IDX:
47217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47218
Key:

Data

{'content': 'find a good opportunily'}