Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
κατευνάστρια
View word page
κατευθύνω
to make straight, keep straight
ShortDef
to make straight, keep straight
Debugging
Headword:
κατευθύνω
Headword (normalized):
κατευθύνω
Headword (normalized/stripped):
κατευθυνω
IDX:
47216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47217
Key:
Data
{'content': 'to make straight, keep straight'}