Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
κατευναστικός
View word page
κατευθυντηρία
carpenter's line

ShortDef

carpenter's line

Debugging

Headword:
κατευθυντηρία
Headword (normalized):
κατευθυντηρία
Headword (normalized/stripped):
κατευθυντηρια
IDX:
47215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47216
Key:

Data

{'content': "carpenter's line"}