Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
κατευναστής
View word page
κατευθύ
straight forward
ShortDef
straight forward
Debugging
Headword:
κατευθύ
Headword (normalized):
κατευθύ
Headword (normalized/stripped):
κατευθυ
IDX:
47214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47215
Key:
Data
{'content': 'straight forward'}