Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
κατευναστήρ
View word page
κατευθικτέω
hit exactly
ShortDef
hit exactly
Debugging
Headword:
κατευθικτέω
Headword (normalized):
κατευθικτέω
Headword (normalized/stripped):
κατευθικτεω
IDX:
47213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47214
Key:
Data
{'content': 'hit exactly'}