Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
κατευνασμός
View word page
κατευημερέω
to be quite successful, carry one's point
ShortDef
to be quite successful, carry one's point
Debugging
Headword:
κατευημερέω
Headword (normalized):
κατευημερέω
Headword (normalized/stripped):
κατευημερεω
IDX:
47212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47213
Key:
Data
{'content': "to be quite successful, carry one's point"}