Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
κατευνάζω
View word page
κατευδοκιμέω
surpass in reputation

ShortDef

surpass in reputation

Debugging

Headword:
κατευδοκιμέω
Headword (normalized):
κατευδοκιμέω
Headword (normalized/stripped):
κατευδοκιμεω
IDX:
47211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47212
Key:

Data

{'content': 'surpass in reputation'}