Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
κατευκτός
View word page
κατευδοκέω
to be well content with

ShortDef

to be well content with

Debugging

Headword:
κατευδοκέω
Headword (normalized):
κατευδοκέω
Headword (normalized/stripped):
κατευδοκεω
IDX:
47210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47211
Key:

Data

{'content': 'to be well content with'}