Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
κατευκτικός
View word page
κάτευγμα
vows

ShortDef

vows

Debugging

Headword:
κάτευγμα
Headword (normalized):
κάτευγμα
Headword (normalized/stripped):
κατευγμα
IDX:
47209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47210
Key:

Data

{'content': 'vows'}