Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀμομφάρετος
ἀμόμφητος
ἄμομφος
ἀμονάδιστος
Ἀμοπάων
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
View word page
ἀμοργεύς
one who presses olives

ShortDef

one who presses olives

Debugging

Headword:
ἀμοργεύς
Headword (normalized):
ἀμοργεύς
Headword (normalized/stripped):
αμοργευς
IDX:
4720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4721
Key:

Data

{'content': 'one who presses olives'}