Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
κατευκηλέω
View word page
κατεστραμμένως
reversely
ShortDef
reversely
Debugging
Headword:
κατεστραμμένως
Headword (normalized):
κατεστραμμένως
Headword (normalized/stripped):
κατεστραμμενως
IDX:
47208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47209
Key:
Data
{'content': 'reversely'}