Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
κατευκαιρέω
View word page
κατεσπουδασμένως
earnestly
ShortDef
earnestly
Debugging
Headword:
κατεσπουδασμένως
Headword (normalized):
κατεσπουδασμένως
Headword (normalized/stripped):
κατεσπουδασμενως
IDX:
47207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47208
Key:
Data
{'content': 'earnestly'}