Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
κατευθύνω
View word page
κατεσπευσμένως
hastily

ShortDef

hastily

Debugging

Headword:
κατεσπευσμένως
Headword (normalized):
κατεσπευσμένως
Headword (normalized/stripped):
κατεσπευσμενως
IDX:
47206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47207
Key:

Data

{'content': 'hastily'}