Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
κατευθυντηρία
View word page
κατεσκολιωμένως
crookedly

ShortDef

crookedly

Debugging

Headword:
κατεσκολιωμένως
Headword (normalized):
κατεσκολιωμένως
Headword (normalized/stripped):
κατεσκολιωμενως
IDX:
47205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47206
Key:

Data

{'content': 'crookedly'}