Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
κατευθύ
View word page
κατεσθίω
to eat up, devour

ShortDef

to eat up, devour

Debugging

Headword:
κατεσθίω
Headword (normalized):
κατεσθίω
Headword (normalized/stripped):
κατεσθιω
IDX:
47204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47205
Key:

Data

{'content': 'to eat up, devour'}