Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
κατευδοκιμέω
κατευημερέω
κατευθικτέω
View word page
κατέρχομαι
to go down from; return from exile

ShortDef

to go down from; return from exile

Debugging

Headword:
κατέρχομαι
Headword (normalized):
κατέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
κατερχομαι
IDX:
47203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47204
Key:

Data

{'content': 'to go down from; return from exile'}