Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
κατευδοκέω
View word page
κατερυκτικός
restraining, inhibiting

ShortDef

restraining, inhibiting

Debugging

Headword:
κατερυκτικός
Headword (normalized):
κατερυκτικός
Headword (normalized/stripped):
κατερυκτικος
IDX:
47200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47201
Key:

Data

{'content': 'restraining, inhibiting'}