Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
κάτευγμα
View word page
κατερυθριάω
blush deeply
ShortDef
blush deeply
Debugging
Headword:
κατερυθριάω
Headword (normalized):
κατερυθριάω
Headword (normalized/stripped):
κατερυθριαω
IDX:
47199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47200
Key:
Data
{'content': 'blush deeply'}