Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμόλυντος
Ἀμομφάρετος
ἀμόμφητος
ἄμομφος
ἀμονάδιστος
Ἀμοπάων
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἀμοργός2
View word page
ἀμορβός
follower, attendant

ShortDef

follower, attendant

Debugging

Headword:
ἀμορβός
Headword (normalized):
ἀμορβός
Headword (normalized/stripped):
αμορβος
IDX:
4719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4720
Key:

Data

{'content': 'follower, attendant'}