Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγκαθεν
Ἀγκαῖος
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρεύω
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
View word page
ἀγκαλισμός
making

ShortDef

making

Debugging

Headword:
ἀγκαλισμός
Headword (normalized):
ἀγκαλισμός
Headword (normalized/stripped):
αγκαλισμος
IDX:
471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-472
Key:

Data

{'content': 'making'}