Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
κατεστραμμένως
View word page
κατερυθραίνομαι
turn red
ShortDef
turn red
Debugging
Headword:
κατερυθραίνομαι
Headword (normalized):
κατερυθραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατερυθραινομαι
IDX:
47198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47199
Key:
Data
{'content': 'turn red'}