Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
κατεσπουδασμένως
View word page
κατέρνης
with luxuriant branches

ShortDef

with luxuriant branches

Debugging

Headword:
κατέρνης
Headword (normalized):
κατέρνης
Headword (normalized/stripped):
κατερνης
IDX:
47197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47198
Key:

Data

{'content': 'with luxuriant branches'}