Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
κατεσπευσμένως
View word page
κατερικτός
bruised, ground

ShortDef

bruised, ground

Debugging

Headword:
κατερικτός
Headword (normalized):
κατερικτός
Headword (normalized/stripped):
κατερικτος
IDX:
47196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47197
Key:

Data

{'content': 'bruised, ground'}