Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατερείκω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
κατεσθίω
κατεσκολιωμένως
View word page
κατεριθεύομαι
overcome by intrigue

ShortDef

overcome by intrigue

Debugging

Headword:
κατεριθεύομαι
Headword (normalized):
κατεριθεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατεριθευομαι
IDX:
47195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47196
Key:

Data

{'content': 'overcome by intrigue'}