Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
κατέρχομαι
View word page
κατερημόω
strip entirely off

ShortDef

strip entirely off

Debugging

Headword:
κατερημόω
Headword (normalized):
κατερημόω
Headword (normalized/stripped):
κατερημοω
IDX:
47193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47194
Key:

Data

{'content': 'strip entirely off'}