Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
κατερύω
View word page
κατερέω
to speak against, accuse (fut)

ShortDef

to speak against, accuse (fut)

Debugging

Headword:
κατερέω
Headword (normalized):
κατερέω
Headword (normalized/stripped):
κατερεω
IDX:
47192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47193
Key:

Data

{'content': 'to speak against, accuse (fut)'}