Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεργολαβέω
κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
κατερύκω
View word page
κατερέφω
to cover over, roof

ShortDef

to cover over, roof

Debugging

Headword:
κατερέφω
Headword (normalized):
κατερέφω
Headword (normalized/stripped):
κατερεφω
IDX:
47191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47192
Key:

Data

{'content': 'to cover over, roof'}