Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
κατερυκτικός
View word page
κατερευνάω
lay bare, uncover

ShortDef

lay bare, uncover

Debugging

Headword:
κατερευνάω
Headword (normalized):
κατερευνάω
Headword (normalized/stripped):
κατερευναω
IDX:
47190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47191
Key:

Data

{'content': 'lay bare, uncover'}