Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
κατερυθριάω
View word page
κατερεύθω
make all red
ShortDef
make all red
Debugging
Headword:
κατερεύθω
Headword (normalized):
κατερεύθω
Headword (normalized/stripped):
κατερευθω
IDX:
47189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47190
Key:
Data
{'content': 'make all red'}