Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
κατέρνης
κατερυθραίνομαι
View word page
κατερεύγομαι
belch over (someone)

ShortDef

belch over (someone)

Debugging

Headword:
κατερεύγομαι
Headword (normalized):
κατερεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
κατερευγομαι
IDX:
47188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47189
Key:

Data

{'content': 'belch over (someone)'}