Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
κατερικτός
View word page
κατερείπω
to throw down
ShortDef
to throw down
Debugging
Headword:
κατερείπω
Headword (normalized):
κατερείπω
Headword (normalized/stripped):
κατερειπω
IDX:
47186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47187
Key:
Data
{'content': 'to throw down'}