Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
κατεριθεύομαι
View word page
κατερείκω
to grind down

ShortDef

to grind down

Debugging

Headword:
κατερείκω
Headword (normalized):
κατερείκω
Headword (normalized/stripped):
κατερεικω
IDX:
47185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47186
Key:

Data

{'content': 'to grind down'}