Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
κατερέφω
κατερέω
κατερημόω
κατερητύω
View word page
κατερείδω
swoop down

ShortDef

swoop down

Debugging

Headword:
κατερείδω
Headword (normalized):
κατερείδω
Headword (normalized/stripped):
κατερειδω
IDX:
47184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47185
Key:

Data

{'content': 'swoop down'}