Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερείπω
κατερείπωσις
κατερεύγομαι
κατερεύθω
κατερευνάω
View word page
κατεργαστικός
of or for accomplishing

ShortDef

of or for accomplishing

Debugging

Headword:
κατεργαστικός
Headword (normalized):
κατεργαστικός
Headword (normalized/stripped):
κατεργαστικος
IDX:
47180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47181
Key:

Data

{'content': 'of or for accomplishing'}