Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἀμόλυντος
Ἀμομφάρετος
ἀμόμφητος
ἄμομφος
ἀμονάδιστος
Ἀμοπάων
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
ἀμοργός
View word page
ἀμορβάς
rural

ShortDef

rural

Debugging

Headword:
ἀμορβάς
Headword (normalized):
ἀμορβάς
Headword (normalized/stripped):
αμορβας
IDX:
4717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4718
Key:

Data

{'content': 'rural'}