Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
κατερείπω
View word page
κατεργάζομαι
to effect by labour, to achieve, accomplish
ShortDef
to effect by labour, to achieve, accomplish
Debugging
Headword:
κατεργάζομαι
Headword (normalized):
κατεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατεργαζομαι
IDX:
47176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47177
Key:
Data
{'content': 'to effect by labour, to achieve, accomplish'}