Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
κατερείκω
View word page
κατεράω
pour out, pour off
ShortDef
pour out, pour off
Debugging
Headword:
κατεράω
Headword (normalized):
κατεράω
Headword (normalized/stripped):
κατεραω
IDX:
47175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47176
Key:
Data
{'content': 'pour out, pour off'}