Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεπιδέω
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
κατερέθω
κατερείδω
View word page
κατεπτηχότως
in abject fear

ShortDef

in abject fear

Debugging

Headword:
κατεπτηχότως
Headword (normalized):
κατεπτηχότως
Headword (normalized/stripped):
κατεπτηχοτως
IDX:
47174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47175
Key:

Data

{'content': 'in abject fear'}