Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
κατεργολαβέω
κάτεργος
View word page
κατεπιχειρέω
lay hands upon, attempt

ShortDef

lay hands upon, attempt

Debugging

Headword:
κατεπιχειρέω
Headword (normalized):
κατεπιχειρέω
Headword (normalized/stripped):
κατεπιχειρεω
IDX:
47172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47173
Key:

Data

{'content': 'lay hands upon, attempt'}