Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατεπεμβαίνω
κατέπεφνον
κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
κατεργαστικός
View word page
κατεπίσταμαι
know fully
ShortDef
know fully
Debugging
Headword:
κατεπίσταμαι
Headword (normalized):
κατεπίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
κατεπισταμαι
IDX:
47170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47171
Key:
Data
{'content': 'know fully'}