Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατέπειξις
κατεπεμβαίνω
κατέπεφνον
κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
κατεργαστέον
View word page
κατεπιορκέω
commit perjury against

ShortDef

commit perjury against

Debugging

Headword:
κατεπιορκέω
Headword (normalized):
κατεπιορκέω
Headword (normalized/stripped):
κατεπιορκεω
IDX:
47169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47170
Key:

Data

{'content': 'commit perjury against'}