Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμολγή
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἀμόλυντος
Ἀμομφάρετος
ἀμόμφητος
ἄμομφος
ἀμονάδιστος
Ἀμοπάων
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
Ἀμοργίτης
View word page
ἀμορβαῖος
rustic, pastoral

ShortDef

rustic, pastoral

Debugging

Headword:
ἀμορβαῖος
Headword (normalized):
ἀμορβαῖος
Headword (normalized/stripped):
αμορβαιος
IDX:
4716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4717
Key:

Data

{'content': 'rustic, pastoral'}