Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατεπείγω
κατέπειξις
κατεπεμβαίνω
κατέπεφνον
κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιχειρέω
κατεποικοδομέω
κατεπτηχότως
κατεράω
κατεργάζομαι
κατεργασία
κατέργασμα
View word page
κατεπικύπτω
bow down upon
ShortDef
bow down upon
Debugging
Headword:
κατεπικύπτω
Headword (normalized):
κατεπικύπτω
Headword (normalized/stripped):
κατεπικυπτω
IDX:
47168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47169
Key:
Data
{'content': 'bow down upon'}