Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμολγεύς
ἀμολγή
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἀμόλυντος
Ἀμομφάρετος
ἀμόμφητος
ἄμομφος
ἀμονάδιστος
Ἀμοπάων
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργινος
ἀμοργίς
ἄμοργις
ἀμοργίτας
View word page
ἀμόρα
sweet cake
ShortDef
sweet cake
Debugging
Headword:
ἀμόρα
Headword (normalized):
ἀμόρα
Headword (normalized/stripped):
αμορα
IDX:
4715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4716
Key:
Data
{'content': 'sweet cake'}