Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεξαγιάζω
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανίσταμαι
κατεξάπτω
κατεξεράω
κατεξετάζω
κατεξουσία
κατεξουσιάζω
κατεπαγγελία
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπαίρομαι
κατέπαρσις
κατεπείγω
κατέπειξις
κατεπεμβαίνω
κατέπεφνον
κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
View word page
κατεπαγγέλλομαι
to make promises

ShortDef

to make promises

Debugging

Headword:
κατεπαγγέλλομαι
Headword (normalized):
κατεπαγγέλλομαι
Headword (normalized/stripped):
κατεπαγγελλομαι
IDX:
47153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47154
Key:

Data

{'content': 'to make promises'}