Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατενισχύω
κατεντευκτής
κατεντυγχάνω
κατένωπα
κατεξαγιάζω
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανίσταμαι
κατεξάπτω
κατεξεράω
κατεξετάζω
κατεξουσία
κατεξουσιάζω
κατεπαγγελία
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπαίρομαι
κατέπαρσις
κατεπείγω
κατέπειξις
View word page
κατεξετάζω
decide, try

ShortDef

decide, try

Debugging

Headword:
κατεξετάζω
Headword (normalized):
κατεξετάζω
Headword (normalized/stripped):
κατεξεταζω
IDX:
47149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47150
Key:

Data

{'content': 'decide, try'}