Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατενήνοθεν
κατενιαύσιος
κατενισχύω
κατεντευκτής
κατεντυγχάνω
κατένωπα
κατεξαγιάζω
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανίσταμαι
κατεξάπτω
κατεξεράω
κατεξετάζω
κατεξουσία
κατεξουσιάζω
κατεπαγγελία
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπαίρομαι
κατέπαρσις
View word page
κατεξάπτω
(not in LSJ)
ShortDef
(not in LSJ)
Debugging
Headword:
κατεξάπτω
Headword (normalized):
κατεξάπτω
Headword (normalized/stripped):
κατεξαπτω
IDX:
47147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47148
Key:
Data
{'content': '(not in LSJ)'}