Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατενεχυράζω
κατενεχυρασία
κατενήνοθεν
κατενιαύσιος
κατενισχύω
κατεντευκτής
κατεντυγχάνω
κατένωπα
κατεξαγιάζω
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανίσταμαι
κατεξάπτω
κατεξεράω
κατεξετάζω
κατεξουσία
κατεξουσιάζω
κατεπαγγελία
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
View word page
κατεξαναστατικός
fit for resisting

ShortDef

fit for resisting

Debugging

Headword:
κατεξαναστατικός
Headword (normalized):
κατεξαναστατικός
Headword (normalized/stripped):
κατεξαναστατικος
IDX:
47145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47146
Key:

Data

{'content': 'fit for resisting'}