Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεναντιόω
κατεναρίζω
κατενεχυράζω
κατενεχυρασία
κατενήνοθεν
κατενιαύσιος
κατενισχύω
κατεντευκτής
κατεντυγχάνω
κατένωπα
κατεξαγιάζω
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανίσταμαι
κατεξάπτω
κατεξεράω
κατεξετάζω
κατεξουσία
κατεξουσιάζω
κατεπαγγελία
κατεπαγγέλλομαι
View word page
κατεξαγιάζω
assay

ShortDef

assay

Debugging

Headword:
κατεξαγιάζω
Headword (normalized):
κατεξαγιάζω
Headword (normalized/stripped):
κατεξαγιαζω
IDX:
47143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47144
Key:

Data

{'content': 'assay'}