Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατεναίρω
κατέναντα
κατεναντίον
κατεναντιόω
κατεναρίζω
κατενεχυράζω
κατενεχυρασία
κατενήνοθεν
κατενιαύσιος
κατενισχύω
κατεντευκτής
κατεντυγχάνω
κατένωπα
κατεξαγιάζω
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανίσταμαι
κατεξάπτω
κατεξεράω
κατεξετάζω
κατεξουσία
View word page
κατεντευκτής
accuser

ShortDef

accuser

Debugging

Headword:
κατεντευκτής
Headword (normalized):
κατεντευκτής
Headword (normalized/stripped):
κατεντευκτης
IDX:
47140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47141
Key:

Data

{'content': 'accuser'}